- ξεκατινιάζω
- μετ. надрывать чьи-л. силы, изнурять, переутомлять, перегружать работой (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκατινιάζω — ξεκατινιάζω, ξεκατίνιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκατινιάζω — καταπονώ τη ράχη ανθρώπου ή ζώου από το βάρος ή από τον κάματο, εξαντλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κατίνα / κατήνα «σπονδυλική στήλη»] … Dictionary of Greek
ξεκατινιάζω — ξεκατίνιασα, ξεκατινιάστηκα, ξεκατινιασμένος, κάνω κάποιον να πάθει βλάβη στη ράχη, εξαντλώ, κατακουράζω κάποιον φορτώνοντάς τον: Ξεκατινιάστηκα σήμερα κουβαλώντας γεμάτα σακιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκατίνιασμα — το [ξεκατινιάζω] καταπόνηση, εξάντληση … Dictionary of Greek